Ανδρική Υπογονιμότητα
[wpseo_breadcrumb]
ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ
Ανδρική Υπογονιμότητα
Τι είναι η ανδρική υπογονιμότητα;
Με τον όρο υπογονιμότητα αναφερόμαστε στην αδυναμία τεκνοποίησης ενός ζευγαριού μετά από ένα χρόνο ελεύθερων σεξουαλικών επαφών. Περίπου ένα στα έξι ζευγάρια αντιμετωπίζει προβλήματα υπογονιμότητας.
Ο ανδρικός παράγοντας είναι υπεύθυνος για το 35% των περιπτώσεων και συμβάλλει σε ένα επιπλέον 15% σε συνδυασμό με τον γυναικείο παράγοντα. Συνεπώς, η ανδρική υπογονιμότητα συμμετέχει περίπου στο 50% των ζευγαριών.
Πως γίνεται η παραγωγή σπέρματος;
Για να κατανοήσουμε τις αιτίες της ανδρικής υπογονιμότητας θα πρέπει να δούμε τα βασικά γνωρίσματα της φυσιολογίας του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος.
Η παραγωγή των σπερματοζωαρίων (σπερματογένεση) γίνεται στους όρχεις κάτω από τον αυστηρό έλεγχο των ορμονών GnRH, LH και FSH και τεστοστερόνης που εκκρίνονται από τον υποθάλαμο, την υπόφυση και τους όρχεις (Leydig cells) αντίστοιχα. Στα σπερματικά σωληνάρια των όρχεων, τα Sertoli cells «φροντίζουν» για την θρέψη και παραγωγή των σπερματοζωαρίων.
Στη συνέχεια, τα σπερματοζωάρια μεταφέρονται στην επιδιδυμίδα όπου συντελείται η ωρίμανση και αποθήκευσή τους. Κατά την εκσπερμάτιση μεταφέρονται από την επιδιδυμίδα στην ουρήθρα, και αναμειγνύονται με τις εκκρίσεις των σπερματοδόχων κύστεων, του προστάτη και των άλλων επικουρικών αδένων δημιουργώντας το σπέρμα. Το σπέρμα εκτινάσσεται κατά τη φάση του ανδρικού οργασμού με τις συσπάσεις της ουρήθρας και των μυών του ανδρικού πυελικού εδάφους. Οι εκκρίσεις των επικουρικών αδένων εξασφαλίζουν στα σπερματοζωάρια την απαραίτητη τροφή και ενέργεια για το ταξίδι τους στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας προκειμένου να συναντήσουν το ωάριο.
Διαταραχή σε οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγής, ωρίμανσης και μεταφοράς των σπερματοζωαρίων μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα του άνδρα.
Ποιες είναι οι κύριες αιτίες της ανδρικής υπογονιμότητας;
Οι πιο κοινές αιτίες ανδρικής υπογονιμότητας είναι: κιρσοκήλη (17%), ενδοκρινικά αίτια (9%), λοιμώξεις (9%), κρυψορχία (8%), σεξουαλικές διαταραχές (6%), συστηματικές παθήσεις (5%), αντισπερματικά αντισώματα (4%), όγκοι όρχεων (2%) και απόφραξη (1%). Οι υπόλοιπες αιτίες, που αναφέρονται αναλυτικά παρακάτω, συνεισφέρουν στο 7% των περιπτώσεων, ενώ στο 32% των περιπτώσεων δεν ανευρίσκεται κανένα από τα παρακάτω αίτια και μιλάμε για ιδιοπαθή υπογονιμότητα. Για καλύτερη μελέτη, τα ιατρικά εγχειρίδια διακρίνουν τα αίτια της ανδρικής υπογονιμότητας σε:
Ποιες εξετάσεις απαιτούνται;
Η αρχική εκτίμηση της δυνητικής γονιμοποιητικής ικανότητας του άνδρα γίνεται με μία απλή εξέταση, το σπερμοδιάγραμμα. Το σπερμοδιάγραμμα θα μας δώσει πληροφορίες για τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του σπέρματος, καθώς επίσης και για την ποσότητα και την ποιότητα των σπερματοζωαρίων. Είναι σημαντικό να εκτελείται από σωστά εκπαιδευμένους επιστήμονες, σε εξειδικευμένο εργαστήριο και σύμφωνα με τις συστάσεις του Π.Ο.Υ. να επαναλαμβάνεται τουλάχιστον 2 ή ακόμα και 3 φορές προκειμένου να έχουμε αξιόπιστο αποτέλεσμα. «Φυσιολογικά» αποτελέσματα, δηλαδή αποτελέσματα πάνω από τις τιμές αναφορές που έχει θέσει ο Π.Ο.Υ, αποκλείουν σοβαρά προβλήματα γονιμότητας, ενώ παθολογικά ευρήματα χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Σημαντικό είναι το σπερμοδιάγραμμα να συνοδεύεται από καλλιέργειες σπέρματος, ειδικά στην περίπτωση που δεν έχουν γίνει προηγουμένως, προκειμένου να αποκλειστεί η παρουσία κάποιου παθογόνου μικροοργανισμού που αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα μειώνει την γονιμότητα του σπέρματος. Εξετάζεται η παρουσία αερόβιων-αναερόβιων μικροβίων, μυκοπλάσματος/ουρεαπλάσματος, χλαμυδίων, μύκητων κ.ά.
Επιπλέον, ως και 40% των ανδρών με προβλήματα γονιμότητας έχουν φυσιολογικές παραμέτρους σπέρματος, αλλά αυξημένο οξειδωτικό στρες στο σπέρμα, το οποίο θα πρέπει να αξιολογείται παράλληλα.
Σε περίπτωση προβλήματος:
Εξέταση από εξειδικευμένο ιατρό: Αφού γίνει η λήψη ενός καλού ιστορικού (προηγούμενη γονιμότητα, παθήσεις παιδικής ηλικίας, τραυματισμοί ή εγχειρίσεις γεννητικών οργάνων, λοιμώξεις, έκθεση σε ακτινοβολία, τοξικούς, χημικούς παράγοντες κλπ) ο ιατρός θα προχωρήσει στην κλινική εξέταση που περιλαμβάνει: μέγεθος και σύσταση όρχεων, ψηλάφηση σπερματικών πόρων και επιδιδυμίδων, έλεγχος για κιρσοκήλη, έλεγχος για τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου κ.ά.
Υπερηχογράφημα όρχεων: Προκειμένου να προσδιοριστεί η ύπαρξη κιρσοκήλης με τη δοκιμασία Valsalva.
Ορμονικός έλεγχος: FSH, LH, Τεστοστερόνη, Προλακτίνη, TSH, Ε2, Inh A, Inh B κ.ά.
Ειδικές εξετάσεις
Χρωμοσωμικός και γονιδιακός έλεγχος: Καρυότυπος, ανευπλοειδίες σπερμ/ρίων, μικροελλείψεις Υ, κυστική ίνωση
Βιοψία όρχεων: Σε περιπτώσεις αζωοσπερμίας (έλλειψης σπερματοζωαρίων) ή σοβαρής ολιγο-ασθενοζωοσπερμίας.
Υπάρχει θεραπεία;
Ανάλογα με το αίτιο επιλέγεται και η κατάλληλη θεραπεία. Σε περιπτώσεις που το αίτιο είναι φλεγμονή από βακτηριακή μόλυνση ακολουθείται φαρμακευτική αγωγή με αντιφλεγμονώδη και αντιβιοτικά. Οι ορμονικές διαταραχές διορθώνονται με φαρμακευτική αγωγή υποκατάστασης, ενώ χειρουργική επέμβαση μπορεί να χρειαστεί σε περιπτώσεις κιρσοκήλης ή απόφραξης σπερματικών πόρων (μικροχειρουργική αναστόμωση σπερματικού πόρου ή επιδιδυμίδας). Σε περιπτώσεις ιδιοπαθούς υπογονιμότητας συνήθως χορηγείται θεραπεία με ταμοξιφαίνη ή κλομιφαίνη για την προώθηση της σπερματογένεσης. Επιπλέον, συχνά χορηγούνται βιταμίνες A, C, E, καρνιτίνη, ψευδάργυρος και αντιοξειδωτικά.
Όταν οι παραπάνω θεραπείες δεν επιφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, προτείνεται κάποια από τις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής: ενδομήτρια σπερματέγχυση (IUI), κλασσική εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) ή μικρογονιμοποίηση (ICSI).
Σε περιπτώσεις απουσίας σπερματοζωαρίων από το σπέρμα μπορεί να εφαρμοστεί μικροχειρουργική λήψη σπερματοζωαρίων είτε με την επιδιδυμική αναρρόφηση σπέρματος (MESA) ή την αναρρόφηση σπέρματος από τους όρχεις με βελόνα (TESA) ή την ανοιχτή βιοψία όρχεων (TESE). Επιπλέον, με τη νέα τεχνική IMSI είναι δυνατή η επιλογή σπερματοζωαριών χωρίς μορφολογικές αλλοιώσεις με τη χρήση μικροσκοπίων που διαθέτουν φακούς μεγαλύτερης μεγέθυνσης, ενώ με τη νέα τεχνική PICSI επιλέγονται ώριμα σπερματοζωάρια με τη χρήση υαλουρονικού οξέως.
Επειδή η υπογονιμότητα αφορά το ζευγάρι και όχι μεμονωμένα τον έναν ή τον άλλο σύντροφο τόσο ο σύζυγος/σύντροφος όσο και η σύζυγος/σύντροφος θα πρέπει να υποβάλλονται στις απαραίτητες διαγνωστικές εξετάσεις και πάντα να ζητούν τη βοήθεια του κλινικού τους ιατρού (γυναικολόγου, ουρολόγου και ενδοκρινολόγου).