Φλεγμονές γεννητικού συστήματος
[wpseo_breadcrumb]
Φλεγμονές γεννητικού συστήματος
Γράφει ο Σταύρος Χ. Καραγκούνης Μαιευτήρας Χειρουργός Γυναικολόγος
Περίπου το 35% των γυναικών με πρόβλημα υπογονιμότητας πάσχουν από φλεγμονώδεις μεταβολές της ωοθήκης και του περιτοναίου και των σαλπίγγων. Οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές οφείλονται σε λοίμωξη. Η σαλπιγγίτιδα εμφανίζεται σε περίπου 15% των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία και το 2,5% όλων των γυναικών αντιμετωπίζουν θέματα υπογονιμότητας ως αποτέλεσμα εξαρτηματίτιδας μέχρι την ηλικία των 35 ετών. Επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις, ειδικά εκείνες που προκαλούνται από τα Chlamydia trachomatis, τα σημεία και τα συμπτώματα περνούν συχνά απαρατήρητα. Το πραγματικό ποσοστό των γυναικών με λοιμώξεις του ανώτερου γεννητικού συστήματος είναι πιθανώς υποδιαγνωσμένο. Συμπτωματικές, ασυμπτωματικές ή λανθάνουσες λοιμώξεις ή τα επακόλουθα αυτών μπορεί επίσης να συμβάλλουν στη χρόνια φλεγμονή του τραχήλου και του ενδομητρίου, μεταβολές στις εκκρίσεις του αναπαραγωγικού σωλήνα, πρόκληση ανοσοποιητικών διαμεσολαβητών που παρεμβαίνουν στη φυσιολογία των ωαρίου του σπερματοζωαρίου ή του εμβρύου και σε δομικές διαταραχές όπως ενδομήτριες συμφύσεις. Οι χρόνιες φλεγμονές είναι επίσης ένας σημαντικός παράγοντας στην ανδρική υπογονιμότητα, δεύτερος μετά την ολιγοασθενοσπερμία.
Δυστυχώς, η επίδραση των διαφόρων μολύνσεων στο αναπαραγωγικό σύστημα συνεχίζει να αυξάνεται ως συνέπεια της σεξουαλικής ασυμφωνίας και της μη χρήσης αντισύλληψης. Οι λοιμώξεις από C. trachomatis, καθώς και μικτές αναερόβιες λοιμώξεις, είναι οι πιο διαδεδομένες αιτίες λοιμώξεων του ανώτερου γεννητικού συστήματος που οδηγούν σε φλεγμονώδη νόσο της πυέλου. Η βακτηριακή κολπίτιδα, η Trichomonas vaginalis και η Candida albicans είναι οι κυριότερες βακτηριακές, μυκητιασικές αιτίες λοιμώξεων του κατώτερου γεννητικού συστήματος. Οι γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες από τους άνδρες να αποκτήσουν γονόρροια ή χλαμύδια κατά τη διάρκεια μιας μόνο πράξης μη προστατευμένης επαφής με έναν μολυσμένο σύντροφο. Υπολογίζεται ότι το 10% έως 20% των γυναικών που δεν έχουν λάβει θεραπεία με ενδοτραχηλική γονόρροια ή χλαμυδιακή λοίμωξη τελικά αναπτύσσουν σαλπιγγίτιδα.
Η μεγαλύτερη ελπίδα για τη μείωση της συχνότητας υπογονιμότητας που σχετίζεται με τη μόλυνση έγκειται στην πρόληψη και την έγκαιρη ανίχνευση και θεραπεία νέων ασυμπτωματικών ή ήπια συμπτωματικών λοιμώξεων. Πρέπει να τονιστεί η σημασία για τη διατήρηση της μελλοντικής γονιμότητας της αποφυγής σεξουαλικής συμπεριφοράς υψηλού κινδύνου και της υποχρεωτικής χρήσης προφυλακτικών. Ταυτόχρονα, πρέπει να υπάρχει αυξημένη ευαισθητοποίηση από τους παρόχους υγείας και τους ασθενείς για την ανάγκη εντατικής εξέτασης χρησιμοποιώντας τις πιο πρόσφατες και πιο αποτελεσματικές μοριακές τεχνικές ακολουθούμενες από έγκαιρη αποτελεσματική θεραπεία εάν είναι θετική.
Δεν πρέπει όμως να εστιάζουμε μόνο σε σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ). Η υπογονιμότητα μπορεί επίσης να προκύψει απο αιματογενή διασπορά,μικτές αερόβιες και αναερόβιες λοιμώξεις στην πύελο, φλεγμονώδεις επιπλοκές χειρουργικού τραύματος και ρήξη της σκωληκοειδούς απόφυσης. Επειδή οι φλεγμονώδεις παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την αναπαραγωγική οδό σε σχεδόν κάθε επίπεδο, είναι χρήσιμο να ακολουθήσουμε μια ανατομική προσέγγιση για να εξετάσουμε τη σχέση της φλεγμονής με την υπογονιμότητα.